«Τα πάντα ρει». Αυτή η ιστορική φράση μπορούσε να έχει ειπωθεί μόνο από Ελληνα. Τη διατύπωσε πρώτος ο Ηράκλειτος από την Εφεσο, μία από τις αγιότερες μορφές του εθνικού φιλοσοφικού πανθέου μας.
Θα μπορούσε να την έχει πει κι άλλος, αρκεί να είχε ικανά αποθέματα εμπειριών της ελληνικής καθημερινότητας. Μόνο εδώ και μόνο σ’ εμάς υπάρχει τόσο μεγάλη αστάθεια και περισσευούμενο χάος ώστε να μπορούμε να διανοηθούμε ότι στη φύση υπάρχει μία σταθερά: η διαρκής ροή, η ατέρμονη μεταβολή.
Μια που δεν είμαστε σταθεροί σε τίποτε άλλο παρεκτός του χάους, αμφισβητούμε τη σκοπιμότητα σε οτιδήποτε και την προσήλωση σε οποιονδήποτε. Μια μερίδα συμπολιτών μας αμφισβητούσε επί χρόνια τη σκοπιμότητα διεξαγωγής παρελάσεων – κυρίως για ιδεολογικούς λόγους, τους οποίους δεν μπορούσαν να εξηγήσουν με ψυχραιμία και επαρκώς. Ναι μεν οι εξηγήσεις τους δυσκόλευαν, αλλά είχαν εδραία την πεποίθηση ότι έπρεπε να καταργηθούν οι παρελάσεις.
Οι καιροί πέρασαν και μερικοί εξ αυτών απέκτησαν πρόσβαση στην εξουσία και συνεπώς μετέβαλαν άποψη και για τις παρελάσεις. Πολύ ορθά επιθυμούν όχι μόνο τη διατήρησή τους, αλλά και το «άνοιγμά» τους στην κοινωνία.
Χωρίς κάγκελα, χωρίς δρακόντεια αστυνομική φύλαξη. Σχεδιάζουν, τουλάχιστον για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου, τη μετατροπή της σε πάνδημη αφορμή γιορτής και εθνικής μνήμης.
Αν όλα γίνουν όπως σχεδιάζονται, θα πρόκειται για μία από τις πιο σωστές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης. Η παρέλαση θα ξεφορτωθεί την αύρα της αποξηραμένης εθιμοτυπίας και θα ενταχθεί ως πολύτιμο πετράδι στο κόσμημα του λαϊκού πολιτισμού.
Οσοι διαφωνούν έχουν ευεξήγητα κίνητρα. Κυρίως προέρχονται από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, που φρόντιζαν να «περικυκλώνουν» τους επισήμους με κάγκελα, κλούβες των ΜΑΤ και πάνοπλους αστυνομικούς. Φοβούνταν πάρα πολύ μη τυχόν και φάνε το ξύλο της χρονιάς τους από τους εξαθλιωμένους και εξαγριωμένους πολίτες.
Τώρα που δεν θα βλέπουν τα κάγκελα και τα εξωφρενικά μέτρα ασφαλείας απλά ζηλεύουν. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, αλλά απολύτως αντιπαθητικό.