Η αποκάλυψη της «κυριακάτικης δημοκρατίας» για το τεράστιο ποσόν που υπολογίζεται ότι θα ζητήσει η χώρα μας ως αποζημίωση από τη Γερμανία για το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές επανορθώσεις προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο κοινό και έντονη… δυσφορία σε όλους όσοι ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με εκείνα της «ευρωπαϊκής ατμομηχανής».
Είναι ευεξήγητη η δυσαρέσκεια των τελευταίων. Αν η Γερμανία αναγκαστεί να πληρώσει για τις φρικώδεις, μαζικές κακουργίες που διέπραξε σε βάρος της χώρας μας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τότε η κραταιά οικονομία της θα γίνει τουλάχιστον προβληματική και θα περάσουν αρκετές δεκαετίες μέχρι να ανακάμψει.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας μας, «η αρμόδια επιτροπή που είχε συσταθεί στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους από τον τέως αναπληρωτή υπουργό Χρήστο Σταϊκούρα» κατέληξε σε συμπέρασμα για το ύψος των αποζημιώσεων που οφείλει η Ελλάδα να ζητήσει από τη Γερμανία, και αυτό είναι 311 δισ. ευρώ.
Η συνήθης πρακτική των «λογικών» και «προσγειωμένων» αμφισβητιών του εφικτού της λήψης των αποζημιώσεων είναι η ειρωνεία. Επικουρικά, ακολουθεί και η εκτόξευση της πομφόλυγας περί… παραγραφής, λόγω παρέλευσης περίπου επτά δεκαετιών. Λες και τα εγκλήματα πολέμου και το μακέλεμα μιας χώρας είναι πλημμέλημα και παραγράφεται εύκολα.
Η διεθνής πρακτική έχει αποδείξει με δεκάδες παραδείγματα ότι αυτού του είδους οι οφειλές είναι απαράγραπτες και η διεκδίκηση της καταβολής τους είναι λογική.
Επιπλέον, με βάση τα ιστορικά δεδομένα, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο γερμανικός οικονομικός «γίγαντας» έχει τραφεί με τις σάρκες πολλών λαών και κάθεται πάνω σε κλοπιμαία, σε περιουσιακά στοιχεία που δεν του ανήκουν.
Η ελληνική υπόθεση δεν είναι κάτι «γραφικό» ή μια «χαμένη από χέρι και λαϊκίστικη καμπάνια», όπως ισχυρίζονται οι ελληνόφωνοι συνεργάτες των Γερμανών.
Είναι εθνική αποστολή και υποχρέωση των τωρινών γενεών στις παλαιότερες που αγωνίστηκαν, υπέφεραν και θυσιάστηκαν για να ποτίσουν το δέντρο της Ελευθερίας: του αγαθού που οι Ελληνες θεωρούν πολυτιμότερο όλων.