Η Κυριακή ήταν μια ημέρα ήττας για τη Νέα Δημοκρατία και νίκης για την παράταξη της Δεξιάς. Το σχήμα μπορεί να φαντάζει οξύμωρο για κάποιον που αντιμετωπίζει τις πολιτικές εξελίξεις ως ένα ράλι στο οποίο μετράνε μόνο η πρώτη και η δεύτερη θέση.
Ωστόσο, η νίκη της παράταξης εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτή σε όποιον γνωρίζει ποιες δυνάμεις και ποια ποσοστά πρέπει να αθροίσει για να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα για την επιρροή που ασκούν η Δεξιά και η Αριστερά στο εκλογικό σώμα.
Κοντολογίς, τα ποσοστά των κομμάτων που εκφράζουν την ελληνική παράδοση και αυτό που αποκαλείται «συντηρητικός» χώρος είναι τουλάχιστον… ισόπαλα με εκείνα της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας – υπό συνθήκες και συγκυρίες εξαιρετικά αντίξοες!
Παρά το αισιόδοξο άθροισμα των δυνάμεων, η εξέλιξη είναι δεινή για τη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που οφείλει να εκφράζει αυθεντικά την παράταξη. Η ήττα είναι ξεκάθαρη και έχει πατέρα: τον πρόεδρο. Σ’ ένα πολιτικό σύστημα πρωθυπουργοκεντρικό και σε μια κομματική ζωή που έχει ως σημείο αναφοράς τον αρχηγό, οι ευθύνες της συντριβής ανήκουν στην κεφαλή, όχι στον κορμό ή στη βάση.
Η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας επέλεξε την οδό της επίθεσης στην ιδιοκτησία με την υπερφορολόγηση, τον ΕΝΦΙΑ, την αφαίμαξη σχεδόν του συνόλου των αποταμιεύσεων της μεσαίας τάξης.
Ο αρχηγός του κόμματος διάλεξε να εκπροσωπούν, επισήμως ή ανεπισήμως, τη Νέα Δημοκρατία αρσενικοί και θηλυκοί αρλεκίνοι που προκαλούσαν με θράσος και απερισκεψία το δημόσιο αίσθημα.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας επικύρωσε τις εισηγήσεις συνεργατών του για «μετεγγραφές» ήττας, για στρατολογήσεις φθαρμένων προσώπων από άλλους κομματικούς χώρους, οι οποίοι αποδοκιμάστηκαν ηχηρά από τον ελληνικό λαό. Χωρίς τη συναίνεση του προέδρου της Ν.Δ., που ήταν και επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν θα μπορούσε να οριστεί ως συγκυβερνήτης ο Βαγγέλης Βενιζέλος.
Αυτά οδήγησαν το κόμμα στην ήττα. Μπορούν να διορθωθούν. Αρκεί να αναληφθούν οι δέουσες πρωτοβουλίες από κατάλληλα πρόσωπα.