Οποιος πολίτης πέσει θύμα κλοπής ή ληστείας ή οποιασδήποτε άλλης αδικοπραξίας έχει ως ύστατο αποκούμπι και καταφυγή την προσφυγή του στη Δικαιοσύνη.
Ελπίζει ότι το κράτος θα σταθεί αρωγός στην υπόθεσή του και θα υπερασπιστεί τα δικαιώματά του σε ζωή, τιμή και περιουσία, τα οποία παραβίασε κάποιος κακόπιστος και παραβατικός συμπολίτης του.
Ομως τι γίνεται στην περίπτωση που τη ληστεία την πραγματοποιεί το ίδιο το κράτος, επικαλούμενο «ανωτέρα βία» και «υπέρτερο εθνικό συμφέρον»; Πώς μπορεί να αντιδράσει ο Ελληνας όταν οι θεσμοί, τους οποίους στηρίζει και εμπιστεύεται, βάζουν το χέρι στην τσέπη του και αφαιρούν με το έτσι θέλω τους κόπους μιας ζωής;
Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση των μικροομολογιούχων. Οπως γράφει σήμερα η εφημερίδα μας, «ύστερα από το “κούρεμα” των ελληνικών ομολόγων προ διετίας, περίπου 15.000 μικροομολογιούχοι υπέστησαν αιματηρές απώλειες του κεφαλαίου τους, που έφτασαν και το 85% σε κάποιες περιπτώσεις».
Αυτοί οι άνθρωποι, που εξαπατήθηκαν από τους επικεφαλής της πολιτικής ζωής του τόπου, επιδίωξαν να έχουν μια συνάντηση με τον «πολύ» κ. Στουρνάρα για να του εξηγήσουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και για να διαβουλευτούν μαζί του με στόχο να βρουν μια λύση.
Πώς αντιμετώπισε ο υπουργός Οικονομικών αυτούς τους ταλαιπωρημένους και σκληρά φορολογημένους συμπολίτες μας; Τους έστησε στο ραντεβού! Σύμφωνα με το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που δημοσιεύεται στη «δημοκρατία», ο κ. Στουρνάρας, αφού άφησε τους μικροομολογιούχους «να περιμένουν σε παρακείμενη καφετέρια, μία ώρα πριν από το ραντεβού τούς ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί να τους δεχτεί λόγω υποχρεώσεων».
Αν η προαναφερθείσα συμπεριφορά θεωρείται ότι δεν αποτελεί προσβολή στον λαό και το πολίτευμα, τότε πραγματικά έχει χαθεί κάθε έννοια του μέτρου και του σεβασμού στην πολύπαθη πατρίδα μας. Αν η πλειονότητα αντιμετωπίζεται ως μάζα υπηκόων και όχι κοινωνία πολιτών, τότε τίποτα δεν μπορεί να ανασχέσει την πορεία προς τον γκρεμό.
Η «ντροπή» δεν αρκεί ως λέξη για να περιγράψει και να χαρακτηρίσει αυτά τα καμώματα.