Ο βασικότερος παράγοντας σταθερότητας στις διαπροσωπικές, διακρατικές και οικονομικές σχέσεις είναι η εμπιστοσύνη. Ανευ αυτής δεν γίνεται να υπάρξει πρόοδος στις συναλλαγές, στις συμφωνίες που συνυπογράφουν οι επικεφαλής κρατών και στις κοινές πορείες των ανθρώπων. Και το πολυακουσμένο φαινόμενο του «bank run», όπου οι καταθέτες προκαλούν την κατάρρευση μιας τράπεζας επειδή συρρέουν άπαντες για να αποσύρουν τις αποταμιεύσεις τους, οφείλεται στην απώλεια της εμπιστοσύνης στο πιστωτικό ίδρυμα.
Η αξιοπιστία οικοδομείται αργά και σταθερά, αλλά μπορεί να χαθεί πολύ γρήγορα – έστω και με μια εσφαλμένη ή κακόπιστη κίνηση από ένα εκ των συμβαλλόμενων μερών μιας σχέσης.
Οι Ελληνες δεν μπορούν εύκολα να εμπιστευθούν το κράτος τους για πολλούς λόγους – που δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν. Τα πράγματα δείχνουν ότι δεν πρόκειται να γεφυρωθεί αυτό το ψυχολογικό χάσμα στο άμεσο μέλλον, διότι η πολιτική τάξη της χώρας κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να αποδείξει ότι δεν αξίζει την εμπιστοσύνη μας.
Οι πλατείες και οι δρόμοι πολλών δήμων είναι σαν γιαπιά επειδή οι δήμαρχοι αποφάσισαν -την τελευταία στιγμή πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές- να «αφήσουν έργο» πίσω τους και να υφαρπάξουν με τσαπατσουλιές την προτίμηση των εκλογέων.
Τα πρόστιμα-φωτιά της Εφορίας ψαλιδίζονται κι αυτά στο… παρά πέντε των ευρωεκλογών. Οι «ειδήμονες» του οικονομικού επιτελείου καμώνονται τους κοινωνικά ευαίσθητους κι εκείνους που… αφουγκράζονται την κοινωνία.
Οι ίδιοι μαθητευόμενοι μάγοι της Οικονομίας βγάζουν σαν λαγούς από το καπέλο «παροχές» και αναλύσεις, σύμφωνα με τις οποίες είναι εφικτό να γίνουν ένα σωρό ευχάριστα πράγματα για τους φορολογούμενους πολίτες.
Ωστόσο, στις εποχές που ζούμε οι Ελληνες είναι υποψιασμένοι. Τα θετικά προεκλογικά σενάρια και τα σκαψίματα στους δρόμους των δήμων περισσότερο ενοχλούν παρά πείθουν. Η περίοδος του τυφλού φανατισμού και της συλλογικής απερισκεψίας έχει παρέλθει. Αν θέλουν οι πολιτικοί να πείθουν το κοινό, ας εφαρμόζουν τα «καλά σενάρια» την επομένη της εκλογής τους, όχι την παραμονή των εκλογών.