«Μπορεί ο πληθωρισμός να καταγράφει ρεκόρ πτώσης 53 ετών τον Νοέμβριο, αλλά οι νεόπτωχοι Eλληνες πληρώνουν ακριβότερα όλα τα απαραίτητα, όπως τα φάρμακα (για δεύτερο μήνα στη σειρά), το γάλα και τα αβγά, τις πατάτες, το κρέας, τα τσιγάρα και τα τιμολόγια της ΔΕΗ». Eτσι ξεκινούσε το άρθρο της «δημοκρατίας» για το ράλι που κάνει το κόστος διαβίωσης στη ρημαγμένη Ελλάδα του Μνημονίου.
Οι αριθμοί που τεκμηρίωναν το εισαγωγικό σχόλιο είναι ανατριχιαστικοί: Τον Οκτώβριο οι τιμές των φαρμάκων αυξήθηκαν κατά 17,6%. Τον Νοέμβριο, σε σχέση με έναν χρόνο πριν, τα καπνικά προϊόντα έγιναν ακριβότερα κατά 4,7%. Οι νωπές πατάτες πήραν και αυτές την ανηφόρα με ποσοστιαία αύξηση 4,5%, το νωπό μοσχάρι 2,1% και τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αβγά 1,7%.
Με βάση τα παραπάνω συνάγεται ότι η οικονομική εξίσωση των Ελλήνων απλώς δεν βγαίνει! Οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν πετσοκοφτεί. Η ανεργία έχει φτάσει σε ιλιγγιωδώς υψηλά ποσοστά και η ύφεση βρίσκεται εκτός ελέγχου, με τον πληθωρισμό να σημειώνει αρνητικά ρεκόρ. Ταυτόχρονα τα απολύτως χρειώδη για την καθημερινότητα των πολιτών κοστίζουν ολοένα και περισσότερο. Αυτό οδηγεί την πλειονότητα, με μαθηματική ακρίβεια, στη φτώχεια και την εξαθλίωση, ενώ ελάχιστοι επιτήδειοι θησαυρίζουν με τη δυστυχία του λαού.
Τούτη η συνταγή δεν είναι ασφαλώς νέα στον ανθρώπινο πολιτισμό. Αποτελεί πάγιο χαρακτηριστικό όλων των ανελεύθερων δομών, όπου οι πολίτες αντιμετωπίζονται σαν αριθμοί, σαν κοπάδια προς εκμετάλλευση. Αν η εκάστοτε πολιτεία δεν έχει τον προαναφερθέντα προσανατολισμό του υποβιβασμού της ποιότητας ζωής των ανθρώπων, τότε φροντίζει το ζήτημα της ακρίβειας, του κόστους ζωής και της ισορροπίας απολαβών και αναγκαίων εξόδων να ανατίθεται σε πεπειραμένους και αποτελεσματικούς διαχειριστές των δημόσιων πραγμάτων.
Στην πατρίδα μας, δυστυχώς, δεν υπάρχει αυτή η… πολυτέλεια. Η μέριμνα για τον… εξορθολογισμό των τιμών στην αγορά είναι μία από τις αρμοδιότητες του υπουργείου Ανάπτυξης. Ως γνωστόν, εκεί είναι επικεφαλής ο κ. Κωστής Χατζηδάκης…