Η εφημερίδα μας έχει κατ’ επανάληψιν ασχοληθεί με το φαινόμενο των λεγόμενων «distress funds», τα οποία προσπαθούν να βάλουν στο χέρι τα «κόκκινα» δάνεια των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η βασική επιδίωξή τους είναι να αγοράσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που έχουν συνάψει οι Ελληνες με τις τράπεζες κι ύστερα να αρχίσουν το κυνηγητό για τις εισπράξεις.
Σε αυτό τον στίβο μάχης, όπως έχει καταντήσει η οικονομία μας, οι θηρευτές με τα κερδοσκοπικά κεφάλαια προσφέρουν ως αντάλλαγμα του «κόκκινου» δανείου, που θέλουν να αγοράσουν, το 10% του ποσού! Δηλαδή για ένα μη εξυπηρετούμενο δάνειο 1.000 ευρώ οι διαχειριστές των «distress funds» προσφέρουν μόλις 100 για να το κάνουν δικό τους.
Με αυτόν τον τρόπο δεν θα περιέλθουν μόνο εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά στο (ανύπαρκτο) έλεος των αδίστακτων ξένων κεφαλαιούχων, αλλά και οι ελληνικές επιχειρήσεις! Οσες βρίσκονται «ανοιχτές» στις υποχρεώσεις τους θα περάσουν -εν ριπή οφθαλμού- στα χέρια ξένων!
Επιπλέον, σε περίπτωση που γίνει δεκτή μια πώληση των προαναφερθέντων δανείων με εξευτελιστικά χαμηλό αντίτιμο (10% της αξίας τους), τότε οι ελληνικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να εγγράψουν το υπόλοιπο 90% ως ζημία – με συνέπειες που άπαντες αντιλαμβάνονται ποιες θα είναι. Για να καλυφθούν οι ζημιές που θα προκαλέσει το ξεπούλημα των δανείων, είτε θα πρέπει να δανειστεί χρήματα το κράτος για λογαριασμό των τραπεζών είτε να γίνει «κούρεμα» των καταθέσεων!
Φυσικά και οι δύο «λύσεις» που αναφέρθηκαν θα αποδειχθούν καταστροφικές για την ελληνική κοινωνία. Θα προκαλέσουν πολύ περισσότερα προβλήματα από εκείνα που υποτίθεται ότι θα λύσουν.
Η μοναδική οδός διαφυγής από τα νύχια των όρνεων, που μας έχουν περικυκλώσει, είναι το «ξεκοκκίνισμα» των υποχρεώσεων ιδιωτών και επιχειρήσεων προς τις τράπεζες με λογικούς όρους και δόσεις, που θα είναι εφικτό να καταβάλλονται.
Ωστόσο, τούτο προϋποθέτει κάτι αληθινά δύσκολο: την ανάπτυξη και την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Η επιτυχία (στην ουσία και όχι στα λόγια) είναι πλέον μονόδρομος.