Εγραφε, μεταξύ άλλων, ρεπορτάζ της «κυριακάτικης δημοκρατίας» για την οδύσσεια εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων στα γκισέ της ΔΕΗ: «Μια μητέρα με το παιδί της πλησιάζει στο γκισέ και αραδιάζει μπροστά στην υπάλληλο ένα βουνό χαρτιά. “Είναι πολλά, το ξέρω. Θα πληρώσω τη μισή δόση, ίσα για να μη μείνουμε χωρίς φως, όπως κάθε μήνα” λέει χαμηλόφωνα». Πικρές στιγμές ανέχειας…
Οι εικόνες του συνωστισμού αγχωμένων -στα όρια της απελπισίας- ανθρώπων, που προσπαθούν να επιτύχουν ρύθμιση των οφειλών τους στη ΔΕΗ, είναι καθημερινές. Πρέπει κάποιος να ζει μόνιμα στο εξωτερικό για να μην τις έχει αντικρίσει. Ακόμα και οι τουρίστες, στο ολιγοήμερο διάβα τους από την πατρίδα μας, αντιλαμβάνονται την αφόρητη οικονομική πίεση που δέχονται τα ελληνικά νοικοκυριά.
Μια από τις θηλιές που τύλιξε το Μνημόνιο στον λαιμό του ελληνικού λαού φέρει την υπογραφή του… αντιπροέδρου της κυβέρνησης Βαγγέλη Βενιζέλου. Είναι το περιβόητο χαράτσι, το οποίο σταδιακά οδηγεί στη δήμευση των ακινήτων που ηλεκτροδοτούνται.
Οσοι δεν «συμμορφώνονται» με την τακτική καταβολή του απλά παίρνουν φύλλο πορείας για τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, όπου η παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν κάτι που αναγόταν στη σφαίρα της φαντασίας.
Ο ελληνικός λαός έχει υπομονή και επιμονή. Το έχει πολλάκις αποδείξει στην πολυχιλιετή Ιστορία του. Ωστόσο, οι ανάγκες του είναι ανυπόμονες. Οταν μια οικογένεια βρίσκεται στο κατώφλι της πλήρους εξαθλίωσης, κινδυνεύει να χάσει τη στέγη της και την πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν μπορεί να περιμένει. Δεν πείθεται από λόγια, υποσχέσεις, σχέδια επί χάρτου και μακρινούς ορίζοντες με φως εκτός του μνημονιακού τούνελ στο οποίο μας έβαλε (χωρίς να το επιδιώξουμε) η σαπίλα της μεταπολιτευτικής αναξιοκρατίας.
Εκείνοι που δεν βιώνουν το πρόβλημα της έλλειψης πόρων και ειδών πρώτης ανάγκης δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Το μόνο που μπορούν να κάνουν, αν δεν βρουν γρήγορα μια λύση, είναι να προσεύχονται να μην τους δείξουν, έμπρακτα, οι απελπισμένοι, πόσο μεγάλο είναι.