Η Ελένη Ζιώγα μιλά για το θεατρικό κείμενο που εμπνεύστηκε από τη διήγηση μιας «διά Χριστόν σαλής» γυναίκας και την παράσταση που παρουσιάστηκε στο Ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού με τη συμμετοχή ομάδας των κρατουμένωνΑπό τη
Σοφία Χατζή
Μια πλούσια, νευρωτική κυρία που έχασε μια πολύτιμη καρφίτσα, μια αδίστακτη ηθοποιός, ένας δολοφόνος και μία «διά Χριστόν σαλή» ζητιάνα συναντήθηκαν σε αυτή τη ζωή για να επηρεάσουν ο ένας τον άλλον, όπως συμβαίνει μόνο στα αληθινά σενάρια που γράφει ο Θεός. Ετσι πλάθονται οι ανθρώπινες ιστορίες μας. Είναι γνωστό ότι οι συναντήσεις με τον άλλο άνθρωπο καθορίζονται από τον ουρανό, ώστε να δοθεί η ευκαιρία και να σωθεί η ψυχή των ηρώων της προσωπικής ιστορίας καθενός, όχι από μόνη της.
Η Ελένη Ζιώγα, ηθοποιός, στιχουργός, σεναριογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων, εμπνεύστηκε και έγραψε ένα θεατρικό κείμενο με τα τέσσερα παραπάνω πρόσωπα με αφορμή την προσωπική διήγηση μίας «διά Χριστόν σαλής» γυναίκας. Της μίλησε για την καρφίτσα, το πολύτιμο κόσμημα μιας κυρίας που πέρασε από χέρι σε χέρι, μεταφέροντας μαζί της το μικρόβιο της ιδιοκτησίας και της εξάρτησης του ανθρώπου από τα υλικά αγαθά.
Η «Καρφίτσα» είναι ο τίτλος της θεατρικής παράστασης της Ελένης Ζιώγα που, προτού ανέβει στο θέατρο, παρουσιάστηκε πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2017 στο Ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού, σε σκηνοθεσία Αρη Τρουπάκη, με την ισότιμη συνεργασία της αρχικής ομάδας των επαγγελματιών ηθοποιών (Υβόννη Μαλτέζου, Λουκία Πιστιόλα, Ελένη Ζιώγα, Φώτης Λαζάρου) και των κρατουμένων που συμμετέχουν στο θεατρικό εργαστήρι του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού (ΨΚΚ), την ευθύνη του οποίου είχε η Λουκία Πιστιόλα.
Στη μία και μοναδική παράσταση που δόθηκε στον εσωτερικό χώρο όπου προαυλίζονται οι κρατούμενοι, λίγοι προσκεκλημένοι θεατές παρακολουθήσαμε, υπό την επίβλεψη των φρουρών, την επαγγελματική ομάδα, που αποτελούνταν από τη συγγραφέα στον ρόλο της κυρίας και τους υπόλοιπους ηθοποιούς στους ρόλους της ζητιάνας, της ηθοποιού και του δολοφόνου. Μαζί τους έπαιζε και μια ομάδα κρατουμένων.
Με την ευκαιρία, κάναμε μια συζήτηση με την Ελένη Ζιώγα, η οποία, μέσα από την πολύχρονη, επίπονη αλλά και αποκαλυπτική διαδρομή αναζήτησης με αφορμή το έργο της, έχει πολλά να μας πει.
Είχα τη χαρά να παρακολουθήσω την παράσταση της «Καρφίτσας» στις Φυλακές Κορυδαλλού προτού τη δω δεύτερη φορά στο θέατρο. Περιγράψτε μας την εμπειρία σας όταν ήρθατε σε συνάφεια με ανθρώπους έγκλειστους σε φυλακή, με τους οποίους μάλιστα επί μήνες κάνατε πρόβα.
Μα νομίζω πως όλοι, όπως, άλλωστε, μας λένε τα κείμενα της ορθόδοξης παράδοσης, είμαστε έγκλειστοι της μεταπτωτικής αναπηρίας μας, όλοι το ίδιο φυλακισμένοι. Κι αν κάποιοι από εμάς ξεπέρασαν σε μεγαλύτερο βαθμό τα όρια και βρέθηκαν στην κυριολεξία πίσω από τα σίδερα, αυτό δεν καθιστά εμάς τους απέξω λιγότερο ενόχους. Με αυτή την ιδέα ως βάση, όσοι ήρθαμε σε επαφή με τους συνανθρώπους μας οι οποίοι εκτίουν την ποινή τους είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι εκείνοι είναι σε θέση να εκτιμήσουν την αξία της αγάπης πολύ περισσότερο από όσο εμείς. Κι αυτό γιατί πολύ απλά εκείνοι, σε αντίθεση με εμάς, τη στερήθηκαν ολωσδιόλου. Εκεί, άλλωστε, οφείλεται και η παραβατικότητά τους.
Ποια διεργασία μετατρέπει τη θεατρική τέχνη σε εργαλείο που λειτουργεί λυτρωτικά ταυτόχρονα σε ανθρώπους μέσα στην κοινωνία και μέσα στη φυλακή;
Το θέατρο είναι μια τέχνη που βασίζεται στη μετουσίωση. Ειδικά για τους φυλακισμένους, επειδή βρίσκονται σε περιορισμό, μέσα από έναν ρόλο οποιουδήποτε θεατρικού έργου νιώθουν να αποδρούν λυτρωτικά από τον εαυτό τους και, κατά συνέπεια, από τον εγκλεισμό τους. Περίπου το ίδιο συμβαίνει και με όλους εμάς που είμαστε κρατούμενοι στη φυλακή του εγωισμού μας.Στη φυλακή το συγκλονιστικό στοιχείο της παράστασης ήταν το γεγονός ότι οι κρατούμενοι κλήθηκαν να παίξουν ως χορός τον ρόλο του δολοφόνου. Ηταν ο μονόλογος ενός νέου ανθρώπου που έχει μάθει να ζει μέσα στο μίσος. Και που έτσι δικαιώνει τη δολοφονία την οποία διέπραξε… Οσο όμως παραμένει έγκλειστος, η συναλλαγή με τον εαυτό του μέσα στην αφόρητη μοναξιά τον οδηγεί στον πυρήνα της ύπαρξής του, εκεί όπου για τους ψυχολόγους βρίσκεται το ασυνείδητο, για τους χριστιανούς η πνοή του Θεού. Στη συνάντησή του με εκείνο το κομμάτι της ψυχής του ο δολοφόνος αφήνεται επιτέλους στη λυτρωτική επιρροή του πόνου, που πρώτη φορά βγάζει από το πλάνο το μίσος. Οι κρατούμενοι-ηθοποιοί, κάποιοι από τους οποίους είχαν διαπράξει το ίδιο αδίκημα με εκείνο του ρόλου που καλούνταν να παίξουν, μίλησαν με τα λόγια του κειμένου, αρθρώνοντας, όπως μας εξομολογήθηκαν, αυτό που οι ίδιοι θα ήθελαν να πουν για τον εαυτό τους στον εαυτό τους αλλά και στους άλλους.
«Η προσφορά εξαρτάται απόλυτα από εμάς και όχι από τους άλλους, και μπορεί έτσι να είναι ανεξάντλητη»
Οι χαρακτήρες του έργου σας έχουν τραγικότητα και αλήθεια, ψευτιά και ισορροπία εύθραυστη, όπως οι χαρακτήρες των ανθρώπων της ζωής. Ο θεατής της παράστασης θα συναντήσει κοινά στοιχεία ανάμεσα στους ήρωες και στον εαυτό του. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
Και οι τέσσερις χαρακτήρες του έργου, παρά τις διαφορές τους, έχουν μια θεμελιώδη ομοιότητα: Είναι ορφανοί από αγάπη. Η κυρία και η ηθοποιός προσπαθούν να γεμίσουν το κενό αυτής της αδυσώπητης ορφάνιας διεκδικώντας μάταια την αγάπη των άλλων. Ο δολοφόνος νομίζει ότι το αναπληρώνει γεμίζοντάς το με μίσος, ενώ η ζητιάνα είναι η μοναδική από τους τέσσερις που έχει «αποδράσει» από αυτή την κατάρα, γιατί απλώς δεν έχει τόση ανάγκη την αγάπη των άλλων. Και δεν την έχει, γιατί έχει βρει το αβγό του Κολόμβου: Εχει μετατρέψει την ανάγκη για διεκδίκηση της αγάπης σε ανάγκη για προσφορά αγάπης, η οποία προσφορά, καθώς εξαρτάται απόλυτα από εμάς και όχι από τους άλλους, μπορεί να είναι ανεξάντλητη. Προκειμένου, λοιπόν, να βρίσκεται πάντα μέσα στην αγάπη, η ζητιάνα αποφασίζει, αντί να εκλιπαρεί για την απόκτησή της με αβέβαια αποτελέσματα, να την προσφέρει αστείρευτα. Και γι’ αυτό μετατρέπεται σε μια γυναίκα που χαίρεται απροϋπόθετα, σαν γνήσια Αγία, σαν μια διά Χριστόν σαλή. Ναι. Οι διά Χριστόν σαλοί, όπως μας λέει η παράδοση, ανοίγονται χωρίς καμία προκατάληψη, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς καχυποψία, αμερόληπτα και ορμητικά προς το πρόσωπο του άλλου, όπου συναντούν τον Θεό. Και ενώ ξοδεύουν αφειδώς την αγάπη τους, η πηγή της μέσα τους ποτέ δεν στερεύει, γιατί ξαναγεμίζει θαυματουργικά από τον Θεό.
• Να σημειωθεί ότι στις 15 Δεκεμβρίου, στις 12.00, στο Polis Art Café (Αίθριο Αρσακείου Μεγάρου, Αθήνα) γίνεται η παρουσίαση του βιβλίου με το κείμενο της «Καρφίτσας», με το εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον π. Σταμάτη Σκλήρη. Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου, θα γίνει μια συζήτηση της συγγραφέως με τον ψυχίατρο Δημήτρη Κυριαζή για θέματα που αφορούν την επιστήμη του και την τέχνη.
Απήγγειλαν τον Υμνο της Αγάπης του Αποστόλου Παύλου με δάκρυα στα μάτια!
Τα λόγια της ζητιάνας ήταν βαθιάς πνευματικότητας και γνώσης εκκλησιαστικού φρονήματος. Πώς είδαν οι θεατές αυτή τη μορφή; Τι καταλαβαίνει ο σημερινός, ανυποψίαστος εκκλησιαστικά, θεατής;
Είναι φυσικό θεατές που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις πνευματικές έννοιες, όπως αυτήν της διά Χριστόν σαλότητος, να μην είναι έτοιμοι από την αρχή να αντιληφθούν την αλήθεια της παραδοξότητας των λόγων της ζητιάνας. Και αυτό να τους κάνει να αντιλαμβάνονται τα λεγόμενά της ως κωμικά. Αλλά αυτό ακριβώς το γέλιο κι αυτή η χαλαρότητα που προκαλούν οι κατά κόσμον «παράλογες» αντιλήψεις της ζητιάνας είναι εκείνα που οδηγούν σταδιακά ακόμα και τον πιο ανυποψίαστο θεατή στην ταύτισή του με την αφοπλιστική και την απελευθερωτική αθωότητά της. Μέσα στις Φυλακές Κορυδαλλού είδα τους κρατουμένους ηθοποιούς να κλαίνε, αφού είχαν απαγγείλει για τις ανάγκες του ρόλου στο τέλος της παράστασης τον Υμνο της Αγάπης του Αποστόλου Παύλου. Ηταν ιδέα του σκηνοθέτη μας, του Αρη Τρουπάκη. Και νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει τίποτε συγκλονιστικότερο ως επωδός γι’ αυτή την παράσταση. Προσωπικά, δεν έχω ποτέ στη ζωή μου ξανακούσει να απαγγέλλεται αυτός ο ύμνος με τόση συνέπεια στην αλήθεια των λόγων του. Ηταν κυριολεκτικά ένα ξεχείλισμα από καρδιές που πέρασαν τη Σταύρωση και περιμένουν την Ανάσταση…
Κλείνοντας και αφού σας ευχαριστήσω θερμά, να σας ρωτήσω, με αφορμή την έκδοση της «Καρφίτσας», αν πιστεύετε ότι ένα θεατρικό κείμενο μπορεί να διαβαστεί ως βιβλίο.
Για να είμαστε ειλικρινείς, πιστεύω ότι γενικότερα ένα θεατρικό κείμενο διαβάζεται σαν παρτιτούρα, δηλαδή χρειάζεται ειδική ικανότητα και γνώση από τον αναγνώστη, ώστε να προσθέσει τη δική του «σκηνοθεσία» στον λόγο. Ωστόσο, ειδικά όσον αφορά την «Καρφίτσα», επειδή στο μεγαλύτερο μέρος της είναι γραμμένη υπό μορφή μονολόγων, στην οποία διαδέχεται ο ένας τον άλλον και προχωρούν την υπόθεση, αλλά και επειδή οι σκηνικές οδηγίες συμμετέχουν στο κλίμα του έργου, το κείμενο λειτουργεί ταυτόχρονα και ως πεζό. Ετσι, θα έλεγα πως με μεγάλη άνεση μπορεί να το διαβάσει και να το απολαύσει ο αναγνώστης σαν ένα οποιοδήποτε άλλο βιβλίο.
Από την Εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια