Το πολυχρησιμοποιημένο 45άρι της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη- αλλά και, για πρώτη φορά, ένα από τα G3 που είχαν «απαλλοτροιωθεί» από το αστυνομικό τμήμα Βύρωνα- στράφηκαν, το πρωί της 8ης Ιουνίου, εναντίον του Βρετανού στρατιωτικού ακόλουθου της βρετανικής πρεσβείας, Στίβεν Σόντερς, σηματοδοτώντας -με τέσσερις σφαίρες από το αριστερό χέρι του «γνωστού» εκτελεστή της- την επιστροφή των «αόρατων» εγκληματιών στα πρωτοσέλιδα της παγκόσμιας ειδησεογραφίας.
Το σενάριο που εξελίχθηκε το πρωί της δολοφονίας έφερε από την αρχή τη σφραγίδα της οργάνωσης: δύο μέλη της, επιβάτες μοτοσικλέτας μικρού κυβισμού, περίμεναν το Βρετανό ταξίαρχο λίγο μακρύτερα από το νοσοκομείο Υγεία· πλησίασαν τη λευκή Rover του και ο συνεπιβάτης πυροβόλησε εναντίον του, πλήττοντάς τον στην κοιλιακή χώρα και τα άνω άκρα. Κατόπιν εξαφανίστηκαν στα στενά των («αγαπημένων» της οργάνωσης) βορείων προαστίων.
Ζωντανός ακόμη, αλλά βαριά πληγωμένος, ο Σόντερς μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός, όπου χειρουργήθηκε πριν τελικά εκπνεύσει, λίγο αργότερα. Την ίδια ώρα, και ενώ η είδηση της δολοφονίας ταξίδευε αστραπιαία ανά τον κόσμο (το σοκ ήταν έκδηλο στα βρετανικά και ευρωπαϊκά πρωτοσέλιδα), η αστυνομική κινητοποίηση δεν έφερνε αποτελέσματα ως προς τη σύλληψη των δραστών απέφερε, ωστόσο, πολύτιμα ευρήματα και μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, που παρέλασαν από το μικροσκόπιο της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας.
Μόλις η οργάνωση επιβεβαίωσε με προκήρυξή της την ευθύνη του χτυπήματος, γνωστοποιήθηκε ότι η επιλογή του στόχου έγινε χάριν του (σκοτεινού, κατ’ αρχήν) ρόλου του Βρετανού στρατιωτικού στο Κόσοβο και της «προκλητικής και κυνικής» αγγλικής πολιτικής κατά τη ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία. Η 17 Νοέμβρη μίλησε με υστερόγραφα και για δύο ακόμη ζητήματα: διέψευσε τις αστυνομικές ανακοινώσεις για ευρήματα που σχετίζονται με αυτή (DNA τραυματισμένου μέλους της οργάνωσης από προηγούμενη επίθεση με ρουκέτα) και φωτογράφισε τον επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη ως τέως πράκτορα της Στάζι και νυν της CIA.
Ωστόσο το Δεκέμβρη «ακούστηκε» για δεύτερη φορά η οργάνωση – αυτή τη φορά για να δώσει…διευκρινίσεις: Με νέα προκήρυξή της, υπεραμύνθηκε της επιλογής του στόχου -κόντρα στην φημολογία που ήθελε να έχει χτυπήσει λάθος άνθρωπο- και γνωστοποίησε τη χρήση του πυροβόλου G3. Θέλησε επίσης να αποκρούσει του ισχυρισμούς περί «πληρωμένων εκτελεστών» που αναλαμβάνουν τις δολοφονίες στο όνομά της, μια θεωρία που είχε αναπτυχθεί τις πρώτες μέρες μετά το χτύπημα.
Ταυτόχρονα με τη δολοφονία Σόντερς άρχισαν τα κύματα των διεθνών αντιδράσεων· άλλοτε εκδηλώθηκαν προθέσεις στήριξης για την ανακάλυψη των υπόπτων κι άλλοτε επίθεση (μέσω του Τύπου, αλλά και από επίσημα χείλη) για το ζήτημα της τρομοκρατίας. Οι χαρακτηρισμοί για την Ελλάδα ήταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, βαρείς ειδικά όταν έγινε λόγος για εξίσωση της χώρας με τα άλλα κράτη-παρίες, κατά τη γνωστή ορολογία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις χώρες που αναπτύσσουν αντιαμερικανική τρομοκρατική δράση. Οι φόβοι για τρομοκρατική δράση κατά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το 2004, ήταν ένα θέμα που απασχόλησε πολλές φορές τις ξένες εφημερίδες.
Εξισορροπητική μορφή ήταν η χήρα του ταξίαρχου, η οποία -αφού απηύθυνε δραματική έκκληση σε οποιονδήποτε γνώριζε κάτι να το καταθέσει στις Αρχές- έσπευσε να στηρίξει τον ελληνικό λαό, ευχαριστώντας τον για τη συμπάθειά του στο πένθος της, και επέρριψε ευθύνες στο Φόρεϊν Όφις λέγοντας πως ο εκλιπών ήταν «ζωντανός στόχος». Η Χέδερ Σόντερς έγινε δεκτή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό, από όπου έλαβε υποσχέσεις πως οι δολοφόνοι θα συλληφθούν.
Στα τέλη του Ιουνίου του 2002 μετά τον τραυματισμό, από πρόωρη έκρηξη μιας βόμβας, του μέλους της οργάνωσης Σάββα Ξηρού και την σύλληψη του από το Λιμενικό Σώμα στο λιμάνι του Πειραιά, η Ελληνική Αστυνομία κατάφερε να ανακαλύψει το οπλοστάσιο και να συλλάβει τα περισσότερα από τα μέλη της οργάνωσης.