Βρισκόμαστε σε μία από τις τελικές φάσεις της εκστρατείας για τον αφανισμό του ιστορικού στίγματός μας από τον χάρτη
«Δεν ανησυχούν πια τους Ρωμαίους οι νοσταλγικές περιπλανήσεις των Ελλήνων στα κλέη της κλασσικής εποχής. Αντίθετα τις ευνοούν, γιατί η παρελθοντολογία αποπροσανατολίζει τους υπόδουλους, μετατοπίζει την προσοχή τους στο όνειρο προκαλώντας νοσταλγική αδράνεια και αποχαύνωση. Οι ίδιοι οι αυτοκράτορες ιδρύουν νέες σχολές, χρηματοδοτούν έδρες και παραχωρούν “ατέλειες”.. Η διδασκαλία της σοφιστικής είναι χρήσιμη. Αποκοιμίζει τους Ελληνες και στερεώνει τη ρωμαϊκή εξουσία που ελέγχει τον πνευματικό βίο των ελληνικών πόλεων και δημιουργεί στελέχη πιστά για τη διοίκηση. Οι Ελληνες διδάσκαλοι της σοφιστικής είναι αφοσιωμένοι στον ξένο κυρίαρχο και εκφράζουν παντού και πάντοτε τη ρωμαϊκή ιδεολογία».
Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια», εκδόσεις Στάχυ, σελ. 206
O Κυριάκος Σιμόπουλος (1921-2001) ήταν δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής με ιδιαίτερη μεθοδολογική προσέγγιση και αξιοπρόσεκτη διεισδυτικότητα στην ανάλυση των μηχανισμών της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών. Το σύνολο του έργου του έχει υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές. Η γραφή του φορτισμένη συναισθηματικά και ιδεολογικά, αλλά πάντοτε πειθαρχημένη στις προσταγές του βασικού κινήτρου του συγγραφέα: τον εντοπισμό της αλήθειας – της απροσχημάτιστης, συνήθως σκληρής και «γυμνής». Είναι τόσο έντονη η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης από τη μελέτη του περιεχομένου των βιβλίων του (και ειδικότερα του «Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια»), ώστε σχηματίζει την εντύπωση ότι ανακαλύπτει μια νέα ήπειρο: την Ευρώπη, όπως είναι και όχι όπως μας την παρουσιάζουν οι εκάστοτε τοποτηρητές της, ελληνόφωνοι και μη.
Με το απόσπασμα που παρατέθηκε στην αρχή του κειμένου εξηγείται γιατί δεν είχαν κανένα πρόβλημα οι εκάστοτε κατακτητές να μνημονεύουν, να εκθειάζουν, να δαχτυλοδείχνουν την ελληνική κλασσική αρχαιότητα. Απλούστατα διότι το παρελθόν, αν περιορίζεται στο επίπεδο της νοσηρής νοσταλγίας, του ρομαντισμού και της ονειροπόλησης, ουδέναν απειλεί. Ούτε όποιον κοιμάται και πολύ περισσότερο τους εν εγρηγόρσει ευρισκομένους, που δρουν, αναπτύσσονται και κυριαρχούν. Η αυτοκρατορία, ρωμαϊκή παλαιότερα και αργότερα οθωμανική, βρετανική, ευρωπαϊκή και αμερικανική, ως ουσία και μέγεθος τίθεται αυτοδικαίως απέναντι από την κεντρική ιδέα του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος είχε μία κινητήρια δύναμη: την εμπεδωμένη συλλογική εμπειρία της πόλεως κράτους.
Η λογοδοσία στην κοινότητα, η αίσθηση της οικειότητας με το περιβάλλον του άστεως αλλά και η ευκολία πρόσβασης και εμβύθισης στις αρμονικές της φύσης, ο αλληλεπιδραστικός λαϊκός πολιτισμός και -πάνω απ’ όλα- η αίσθηση της Ιερότητας της πόλεως είναι καταστάσεις, θεσμοί, βιώματα και δραστηριότητες απολύτως αντίθετες προς τη μονομορφοποίηση της αυτοκρατορίας των απρόσωπων υπηκόων και των ξακουστών προσωπικοτήτων που τη διοικούν. Δεν είχε πρόβλημα η κάθε Ρώμη με τα νέφη και τις αιθάλες του αθηναϊκού παρελθόντος. Τους απροσκύνητους Αθηναίους έτρεμε, οι οποίοι θα τολμούσαν, αφομοιώνοντας το παρελθόν, να διεκδικήσουν το παρόν και το μέλλον τους, σηκώνοντας τα ξίφη εναντίον του κατακτητή και των συνεργατών του – η μόνη έντιμη και λειτουργική λύση από καταβολής κόσμου.
Επειδή το εθνικό σώμα, όμως, τείνει να λησμονεί τα παλαιά άλγη του, οι Επικυρίαρχοι φροντίζουν να τα υπενθυμίζουν δημιουργώντας καταστάσεις παραπλήσιες όσων είχαν προκαλέσει στο παρελθόν.
Οι ίδιοι δημοκόποι της ιστοριοπληξίας, οι λιανέμποροι ανέξοδου συναισθηματισμού και οι διασκεδαστές της εξουσίας, εκτονώνουν τους πατριωτικούς «ατμούς» του ακροατηρίου τους με φανφάρες, την ίδια στιγμή που συνιστούν «υπευθυνότητα» και συνεργασία με τον εχθρό.
Το φαινόμενο επαναλαμβάνεται με την ακρίβεια ρολογιού και τη μονοτονία μαγικής επωδού, που επαναλαμβάνεται ατέρμονα – μέχρι να πιάσει το ξόρκι.
Οι «αρχαιολάγνοι»
Οι «αρχαιολάγνοι» που σιτίζονται από την αυτοκρατορία είναι χρησιμότεροι για τον κατακτητή από μυριάδες λεγεώνες, μια και με τον λόγο τους κατευνάζουν τις αντιστασιακές, αυθόρμητες παρορμήσεις του κοινού, που πρέπει να ελεγχθεί προτού αμφισβητήσει ουσιαστικά την εξουσία.
Η μόνη μεταβολή των καιρών μας με την πρώτη ρωμαιοκρατία είναι επί τα χείρω. Βρισκόμαστε σε μία από τις τελικές φάσεις της εκστρατείας για τον αφανισμό του ιστορικού στίγματός μας από τον χάρτη. Επί Ρωμαίων αυτοκρατόρων ενθαρρυνόταν η σπουδή στα ελληνικά γράμματα, ενώ σήμερα το γλωσσικό εποικοδόμημα ξεθεμελιώνεται. Δεν θεωρείται αναγκαία ούτε καν η τήρηση των προσχημάτων. Η χώρα εποικίζεται. Το τοπίο των πόλεων ασχημαίνει ραγδαία. Οι αρχαίοι σοφιστές της υποτέλειας συνιστούσαν σωφροσύνη και «προσαρμογή» στις ανάγκες του άγριου Λάτιου, αλλά είχαν κάτι ενδιαφέρουν να πουν – έστω και ψευδές. Τώρα οι διάδοχοί τους ασχημονούν στις τηλεοράσεις ντελαλίζοντας τον ωμό και απροκάλυπτο δωσιλογισμό τους. Φυσικά, δηλώνουν «πατριώτες»…
Παναγιώτης Λιάκος