Καλλιτεχνικός νονός του, ήταν ο Αττίκ που τον συνάντησε στα πρώτα του βήματα, όταν εμφανιζόταν σαν χορευτής. Ένα βράδυ, ο θίασος στον οποίο συμμετείχε, θα εμφανιζόταν στη Μάνδρα του Αττίκ. Όταν ο τραγουδιστής και θιασάρχης, θέλησε να προλογίσει τον νεαρό, τον ρώτησε το όνομά του. Το «Γιάννης» που ήταν ανέκαθεν ένα πολύ συνηθισμένο όνομα, δεν ικανοποίησε τον Αττίκ. «Εκείνη τη στιγμή η Σοφία που φρεσκάριζε το μακιγιάζ της μου είπε: Νίνο φόρα τις άσπρες μπότες. «Νίνο, τι Νίνο;» ρωτάει ο Αττίκ. «Ε Νίνο είναι το παρατσούκλι μου τολμώ να πω, αντί Γιάννης». «Τότε τι Γιάννης και κουραφέξαλα; Γιάννης δηλαδή Ζαν. Ζαν και Νίνο ίσον Ζαννίνο. Έτσι θα σε αναγγείλω, Ζαννίνο» και το όνομα του έμεινε για πάντα. Από τότε δεν χρησιμοποίησε ξανά το πραγματικό του, που σιγά σιγά ξεχάστηκε. Το ίδιο ψευδώνυμο χρησιμοποίησε και η μετέπειτα σύζυγός του Τζένη. Η σχέση των δύο καλλιτεχνών στο ξεκίνημά της, ήταν περιπετειώδης.
Ο Ζαννίνο κατηγορήθηκε ότι «έκλεψε» τη γυναίκα του Ο ηθοποιός γνώρισε την αγαπημένη του όταν ήταν φαντάρος κατά τη διάρκεια μιας άδειας. Συναντήθηκαν σε ένα υπόγειο στέκι καλλιτεχνών στην Ομόνοια και ο Ζαννίνο γοητεύτηκε από την παρουσία της. Από τη σύντομη συζήτηση που είχαν, ο ηθοποιός πρόλαβε να μάθει ότι η Τζένη ήταν δευτεροετής μιας θεατρικής σχολής και έμενε σαν φιλοξενούμενη σε φιλικό της σπίτι στο Φάληρο. Όταν την επόμενη μέρα ρώτησε έναν συνάδελφο του περισσότερες πληροφορίες, ήρθε αντιμέτωπος με μια μεγάλη έκπληξη. Η κοπέλα είχε εξαπατηθεί από έναν επιχειρηματία και ενώ η ίδια νόμιζε ότι θα ξεκινούσε να εργάζεται σαν ηθοποιός, εκείνος την προόριζε για κονσομασιόν. Ο Ζαννίνο έγινε έξαλλος και αποφάσισε να την πάρει υπό την προστασία του. Τη μετέφερε σε δικό του φιλικό σπίτι και την απομάκρυνε από τον απατεώνα επιχειρηματία. Έκτοτε οι δυο τους άρχισαν να δένονται και σύντομα έγιναν ζευγάρι. Οι περιπέτειες τους όμως δεν τελείωσαν. Ένα πρωί την ώρα που ο ηθοποιός καθόταν σε ένα καφενείο, τον πλησίασαν δύο αστυνομικοί με πολιτικά και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα, καθώς μια κυρία τον κατηγορούσε ότι είχε κλέψει την κόρη της.
Ο Ζαννίνο αμέσως ειδοποίησε τον διοικητή του στο στρατό, που όχι μόνο γνώριζε προσωπικά τη Τζένη, αλλά της είχε δώσει και την άδεια να κατασκηνώσει δίπλα στη δική του γυναίκα, μέχρι να τελειώσει τη θητεία του ο αγαπημένος της. Φτάνοντας στο αστυνομικό τμήμα ο ηθοποιός αντίκρισε μια έξαλλη ηλικιωμένη κυρία αλλά και την ίδια τη Τζένη που έκλαιγε με λυγμούς. Όταν ο αστυνομικός ρώτησε την κοπέλα με ποιον ήθελε να πάει, εκείνη απάντησε «με τον άντρα μου». Η κυρία, που αποδείχτηκε πως ήταν τελικά θεία της, επέμενε να πάρει μαζί της τη νεαρή. Όταν όμως αντίκρισε τις «ενισχύσεις» που είχαν σταλεί από το στρατό για την υποστήριξη του Ζαννίνο, άλλαξε γνώμη. Το ζευγάρι συνέχισε να είναι μαζί και αργότερα οι δύο καλλιτέχνες παντρεύτηκαν και έφεραν στον κόσμο την κόρη τους Σόφη. Η καριέρα του Ζαννίνο περνώντας τα χρόνια απογειώθηκε και παρόλο που οι κινηματογραφικοί του ρόλοι ήταν κυρίως δεύτεροι, ο ηθοποιός αγαπήθηκε πολύ από το κοινό. Παρά τις αρχικές περιπέτειες στα προσωπικά του, κατάφερε να συνδυάσει μια επιτυχημένη πορεία στον καλλιτεχνικό χώρο αλλά και μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Αντώνη Μιχ. Πρέκα, «Σαν παλιό σινεμά»
www.mixanitouxronou.gr