Με ένα και μόνο χάπι θα αντιμετωπίζουν σύντομα οι γιατροί όλες τις μορφές καρκίνου! Και αυτό γιατί επιστήμονες από το Νιούκασλ βρήκαν τον τρόπο να κάνουν ένα «θαυματουργό» φάρμακο, που χρησιμοποιείται πρωτίστως κατά του καρκίνου του μαστού, αποτελεσματικό στην καταπολέμηση και άλλων καρκινωμάτων, τα οποία δεν μπορούσε να «χτυπήσει» μέχρι σήμερα.
Η ανακάλυψη θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, επειδή οι αναστολείς PARP -όπως ονομάζεται η «οικογένεια» στην οποία ανήκει το φάρμακο- εμφανίζουν συγκριτικά λιγότερες παρενέργειες από τη χημειοθεραπεία και τη ραδιοθεραπεία. Ομως η χρήση τους περιορίζεται μόνο στους καρκίνους του μαστού, των ωοθηκών, του προστάτη και του παγκρέατος, που παρουσιάζουν μια κληρονομική ελαττωματικότητα στο γονίδιο BRCA1 -ένα γονίδιο που περιορίζει την ικανότητα των καρκινικών κυττάρων να αυτοεπιδιορθώνονται.
Οι καρκινοπαθείς με ελαττωματικό γονίδιο BRCA1 διαθέτουν μόνο μία κυτταρική οδό επιδιόρθωσης του DNA τους. Οι αναστολείς καταφέρνουν να την μπλοκάρουν, με αποτέλεσμα τα καρκινικά κύτταρα να μην μπορούν να πολλαπλασιαστούν και τελικά να πεθαίνουν.
Οι ερευνητές από το βρετανικό πανεπιστήμιο του Νιούκασλ σκέφτηκαν πως αν αναπαράγουν τεχνητά το ίδιο ελάττωμα και σε άλλες μορφές καρκίνου, τότε θα μπορούσαν να τους πολεμήσουν και εκείνους με φάρμακο από την ομάδα αναστολέων PARP.
Στα πειράματα που έκαναν χρησιμοποίησαν ποντίκια με καρκίνο του πνεύμονα, στα οποία «μπλόκαραν» το ένζυμο Cdk1, περιορίζοντας την ικανότητα επιδιόρθωσής τους, με τον ίδιο τρόπο σαν να είχαν το ελαττωματικό γονίδιο. Στη συνέχεια, τους χορήγησαν αναστολείς PARP και διαπίστωσαν ότι πέτυχαν τη συρρίκνωση των καρκινικών όγκων!
Το επόμενο βήμα για τους ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Νίκολα Κέρτιν, είναι να αναπτύξουν ένα φάρμακο που πετυχαίνει αυτό το αποτέλεσμα για όλες τις μορφές καρκίνου, ώστε στη συνέχεια να μπορούν να θεραπευτούν με τους «θαυματουργούς» αναστολείς PARP.
«Πιθανώς έχουμε ένα νέο, παντοδύναμο εργαλείο για την αγωγή των καρκινοπαθών» τονίζει ο δρ Λέσλι Γουόκερ, από την οργάνωση Cancer Research U.K., που χρηματοδότησε την έρευνα.
Μυρτώ Μπούτση