Ανηφορίζοντας το δρομάκι στην κατάφυτη πλαγιά του λόφου όλα μαρτυρούν ότι το χωριό έχει μπει σε ρυθμούς καλοκαιρινών διακοπών. Οι πόρτες στα σπίτια είναι ορθάνοιχτες, παιδιά πάνε κι έρχονται, τα κορίτσια μπουγελώνονται και τα αγόρια αλωνίζουν στους δρόμους με τα ποδήλατα. Ενα αυτοσχέδιο συνεργείο ξεπροβάλλει ανάμεσα στα πεύκα. Οι λιλιπούτειοι μαστροχαλαστές έχουν παρατάξει τα ποδήλατα στη σειρά και τους αλλάζουν τα… φώτα. Ζάντες, σαμπρέλες, λάστιχα έχουν διαλυθεί στα εξ ων συνετέθησαν και οι πιτσιρικάδες καμαρώνουν πάνω από τους απογυμνωμένους σκελετούς των «οχημάτων» τους. Θα μπορούσε να είναι μια τυπική εικόνα από οποιοδήποτε ελληνικό χωριό παραδομένο στη ραστώνη του θέρους. Η μόνη διαφορά είναι ότι σε αυτό το χωριό κάθε σπίτι χωρά ως και οκτώ παιδιά, μία μαμά που κάνει για δύο γονείς και πολλή αγάπη άνευ ωραρίου. Το παιδικό χωριό SOS Βάρης, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μοιάζει με κατασκήνωση.
Τα πρώτα σπίτια λειτούργησαν εδώ το 1982 και έκτοτε φιλοξενούν παιδιά οι γονείς των οποίων δεν είναι σε θέση να τα μεγαλώσουν, λόγω ψυχικών προβλημάτων, σοβαρών ασθενειών ή εξάρτησης από ουσίες, ενώ δεν λείπουν οι περιπτώσεις εγκατάλειψης, ακόμα και κακοποίησης. Πρόσφατα, όμως, οι υπεύθυνοι λειτουργίας των παιδικών χωριών SOS ήρθαν αντιμέτωποι με ένα νέο φαινόμενο. Γονείς που χτυπούν την πόρτα ζητώντας να αφήσουν εκεί τα παιδιά τους λόγω οικονομικής ανέχειας. Οπως εξηγεί ο διευθυντής Κοινωνικής Εργασίας και Ερευνας των χωριών SOS, Στέργιος Σιφνιός, μόνο μέσα στο 2010 οι αιτήσεις για φιλοξενία παιδιών αυξήθηκαν κατά 35%, με τη συντριπτική πλειονότητα των αιτημάτων να προέρχεται από Ελληνες.
«Τα παιδιά που μεγαλώνουν υπό την επίβλεψή μας προέρχονται από οικογενειακά περιβάλλοντα με σοβαρά προβλήματα και με γονείς οι οποίοι ως επί τω πλείστον έχουν κριθεί ακατάλληλοι για την επιμέλεια των παιδιών τους. Αυτό ισχύει στην περίπτωση που καταφέρνουμε να εντοπίσουμε τους γονείς, καθώς δεν είναι σπάνιο να τους αναζητούμε επί χρόνια μάταια» εξηγεί ο κ. Σιφνιός. «Το έργο μας δεν είναι να αναλαμβάνουμε παιδιά άπορων οικογενειών, διότι πιστεύουμε ότι το να εγκαταλείψει ένα παιδί το οικογενειακό του περιβάλλον είναι η τελευταία λύση και θα πρέπει να υιοθετείται μόνο σε ακραίες περιπτώσεις» αναφέρει ο κ. Σιφνιός.
Εξήντα αγόρια και κορίτσια, ηλικίας από τριών έως δεκαπέντε ετών, ζουν, μεγαλώνουν και ονειρεύονται κάτω από τη στέγη του παιδικού χωριού SOS Βάρης. Οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του έχουν προσπαθήσει να προσφέρουν μια όσο το δυνατόν πιο φυσιολογική οικογενειακή ζωή για τα παιδιά που φιλοξενούν. Στην ηλικία των δεκαπέντε τα παιδιά μεταφέρονται στη Στέγη Νέων, όπου αναλαμβάνουν πλέον να συντηρήσουν μόνα τους τον εαυτό τους, με την οικονομική ενίσχυση του φορέα. Η μετάβαση αυτή αποτελεί τον προθάλαμο για την «αληθινή ζωή» που ξεκινά στα δεκαοκτώ, όταν πλέον τα παιδιά θα κληθούν να αυτονομηθούν πλήρως.
Φορολόγησαν και την ανθρωπιά
Παρά το γεγονός ότι τα Παιδικά Χωριά SOS είναι αυτοχρηματοδοτούμενος μη κερδοσκοπικός οργανισμός που λειτουργεί χάρη σε δωρεές και προσφέρει σημαντικό έργο δίχως να επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, τον τελευταίο έναν χρόνο είδε τα έσοδά του να φορολογούνται σε ποσοστό που αγγίζει το 20%. «Αντί το κράτος να μας επιβραβεύει που υποκαθιστούμε ουσιαστικά τον ρόλο του αναλαμβάνονται ιδιωτική πρωτοβουλία πρόνοιας δίχως να ζητάμε καμία ενίσχυση από το Ελληνικό Δημόσιο, φορολογεί και τις δωρεές μας» αναφέρει ο κ. Σιφνιός και σημειώνει: «Αντίθετα, επιλέγει να μη φορολογεί διάφορα πολιτιστικά ιδρύματα. Μα, για να υπάρξει πολιτισμός πρέπει πρώτα να υπάρξει άνθρωπος». Τη στιγμή που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επιδοτούν τουλάχιστον κατά το ήμισυ το κόστος ανατροφής των παιδιών σε παρόμοια ιδρύματα, το ελληνικό κράτος τα φορολογεί σαν να επρόκειτο για εμπορικές επιχειρήσεις. «Στα διεθνή φόρουμ που συμμετέχουμε ντρεπόμαστε να πούμε τι συμβαίνει στην Ελλάδα».
«Νιώθω πολύ τυχερός που μεγάλωσα σ’ αυτό το μέρος»
«Αν δεν χτυπήσεις, δεν μεγαλώνεις, μου έμαθε η μάνα μου» λέει ο Κυριάκος Μίχας. Προτελευταίος από έξι αδέλφια, μετακόμισε στο παιδικό χωριό SOS όταν ένα αυτοκινητικό δυστύχημα στέρησε τον πατέρα τους και άφησε τη μητέρα τους ανάπηρη και ανήμπορη να μεγαλώσει τα έξι παιδιά της. «Η μάνα μου έχει μεγαλώσει καμιά εικοσαριά πιτσιρίκια, χώρια τα δικά της» λέει και ο θαυμασμός του για τη μητέρα που τον μεγάλωσε δεν κρύβεται ούτε πίσω από τα γυαλιά ηλίου του. Την περιγράφει ως μια δυναμική και δημιουργική γυναίκα, με ανεξάντλητα αποθέματα αγάπης και υπομονής. «Εχω δύο μανάδες. Τη μαμά και τη μαμά» λέει χαμογελώντας. «Στην αρχή πήγαμε για λίγο σε ένα ορφανοτροφείο στη Θεσσαλονίκη. Οταν όμως εμπλέχτηκε σε σκάνδαλο παράνομων υιοθεσιών, η μητέρα μου τρόμαξε και μας πήρε αμέσως από εκεί. Ετσι μας ανέλαβαν τα παιδικά χωριά SOS. Σήμερα νιώθω πολύ τυχερός γι’ αυτή την εξέλιξη» σχολιάζει.
Με τον μεγαλύτερο αδελφό του στην ηλικία των δέκα ετών και τον βενιαμίν της οικογένειας μόλις ενάμισι έτους, ο Κυριάκος πέρασε το κατώφλι των παιδικών χωριών σε ηλικία τριών ετών γνωρίζοντας ότι σπάνια θα έβλεπε πια τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη. «Πες σε ένα παιδί ότι θα βλέπει τη μάνα του τρεις φορές τον χρόνο. Πώς θα αντιδράσει;» απαντάει σε όσους τον ρωτούν πώς δέχτηκε την αλλαγή. «Ερχεται μια στιγμή που πρέπει να αποφασίσεις: θα αποδεχτείς τη νέα πραγματικότητα και θα κάνεις ό,τι περνά από το χέρι σου για να ζήσεις καλύτερα ή θα μείνεις προσκολλημένος στο παρελθόν;» λέει και παραδέχεται ότι υπήρξαν παιδιά που δεν ξεπέρασαν ποτέ την προηγούμενη ζωή τους. Οταν ενηλικιώθηκαν έριξαν μαύρη πέτρα στο παιδικό χωριό.
Απαλλαγμένος από τα βάρη του παρελθόντος, ο Κυριάκος απολαμβάνει να στροβιλίζεται στους ρυθμούς του αργεντίνικου τάνγκο. Η μεγάλη του αγάπη είναι η μπάλα. Επειτα από μια επέμβαση στο γόνατο όμως, ο γιατρός του απαγόρευσε το ποδόσφαιρο κι έτσι το γύρισε στον χορό. «Οτιδήποτε, αρκεί να στεκόμαστε στα πόδια μας!» λέει με νόημα. Αυτή άλλωστε είναι και η μεγάλη του προίκα από το χωριό SOS, η αυτονομία. «Η μάνα μου σιχαίνεται την τεμπελιά. Φρόντιζε να ανακαλύψει τη δυνατή πλευρά κάθε παιδιού και απαιτούσε από εμάς να τιμάμε τις ικανότητές μας».
Τα τρία αδέλφια, πάντως, φαίνεται ότι είχαν κλήση στην πληροφορική, αφού όλα τους παίζουν τους υπολογιστές στα δάχτυλα. Ο Κυριάκος, που σπούδασε Πολιτισμική Τεχνολογία και Επικοινωνία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ονειρεύεται να ασχοληθεί με τη δημιουργική σχεδίαση και τα τρισδιάστατα γραφικά στη διαφήμιση. Μπορεί προς το παρόν να εργάζεται σε καφετέρια ως σερβιτόρος για τα προς το ζην, το σχέδιο όμως προβλέπει τους τρεις αδελφούς να συνεταιρίζονται σε επιχείρηση υποστήριξης δικτύων. «Ηδη ο μικρός μου αδελφός έχει μετατρέψει το διαμέρισμά του σε ναό της τεχνολογίας» λέει γελώντας. «Εχουμε βρει επαγγελματική και σιγά σιγά στήνουμε την εταιρία. Στα 25 μου έχω δουλέψει ήδη μια δεκαετία για άλλους. Τώρα ήρθε επιτέλους η στιγμή να γίνω εργοδότης του εαυτού μου».
«Μαμά, θα γυρίσεις;»
«Κάθε φορά που έπαιρνα ρεπό τα παιδιά φοβούνταν πως δεν θα επέστρεφα» θυμάται η κυρία Ολγα Φανού περιγράφοντας τα πρώτα στάδια της κοινής ζωής με τα παιδιά στο σπίτι. Τώρα η Ηλιάνα, η Αναστασία, ο Φώτης, ο Κώστας και η Μερσίνα δεν ξεκολλάνε από πάνω της. «Το ζητούμενο είναι να νιώσουν ασφάλεια και να πιστέψουν ότι η μαμά δεν πρόκειται να τα εγκαταλείψει. Μόνο σε περιβάλλον σιγουριάς και σταθερότητας μπορούν να αναπτυχθούν φυσιολογικά τα παιδιά» λέει η κυρία Φανού, που μετρά ήδη επτά χρόνια μητρότητας στο χωριό SOS. Δύσκολη δουλειά, χωρίς ωράριο και δίχτυ προστασίας. «Το σκληρότερο κομμάτι της δουλειάς μας είναι το ψυχολογικό. Πρέπει να μπεις στη ζωή αυτών των παιδιών για να καταφέρεις να σταθείς δίπλα τους, να νιώσεις τους προβληματισμούς τους και να τα βοηθήσεις να προχωρήσουν, ό,τι κι αν ήταν αυτό που άφησαν πίσω τους» υποστηρίζει.
Αν και περίοδος σχολικών διακοπών, το πρόγραμμα της οικογένειας είναι γεμάτο δραστηριότητες. Η Αναστασία βρίσκεται σε πρόβα χιπ χοπ, η Ηλιάνα ετοιμάζεται για το μάθημα μπαλέτου, ο Φώτης γυαλίζει με καμάρι τα παπούτσια του ποδοσφαίρου που έβαψε μόνος του κόκκινα προς τιμήν του αγαπημένου του Ολυμπιακού, και όλοι μαζί ετοιμάζονται για παιδικό πάρτι το βράδυ στην παραλία της Βάρκιζας. «Μαμά, θα πάμε για μπάνιο σήμερα;» παρεμβαίνει στη συζήτηση ο μικρός κοιτάζοντας τα κατάμαυρα χέρια του από τα μαστορέματα.
«Ο αποχωρισμός είναι πολύ δύσκολος. Μας λείπουν τα παιδιά που φεύγουν και λείπουμε και σε αυτά» λέει η κυρία Φανού και περιγράφει μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές στη ζωή της ως μαμά SOS: «Προχθές το βράδυ ο Νίκος, ένα παιδί που το μεγάλωσα από μικρό και τώρα έχει φύγει από το χωριό, μου έστειλε μήνυμα το βράδυ στο κινητό μου: “Μάνα, σ’ αγαπώ πολύ”. Τι άλλο να πω;».
Μπορείτε να στηρίξετε τα παιδικά χωριά SOS στέλνοντας SMS με τη λέξη «SOS» στο 54345, με χρέωση 2,94 ευρώ+ΦΠΑ.
Χρυσάνθη Λαμπροπούλου
Φωτό: Χρήστος Ζήνας