Είναι πολύς καιρός που όλη η Ελλάδα, αλλά και όλη η Ευρώπη, ασχολείται με το θέμα του χρέους αλλά και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι συζητήσεις έχουν ξεφύγει από το φιλολογικό επίπεδο και αποτελούν κεντρικό άξονα στα βραδινά δείπνα, εφόσον τα εστιατόρια κόπηκαν λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Είναι εμφανή πλέον ο φόβος και η ένταση που επικρατούν και τα οποία πηγάζουν από την πραγματική αγωνία για το τι θα γίνει. Το σχετικά χαλαρό επικοινωνιακό περιβάλλον των παρελθόντων μηνών έχει αντικατασταθεί από την ανατριχιαστική προοπτική της ανεργίας, της φτώχειας και της απελπισίας. Εχουμε χωριστεί σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: αυτό της συναίνεσης και το άλλο της μη συναίνεσης. Η κατάσταση είναι δύσκολη γιατί αντιδράσαμε λάθος, συμφωνήσαμε γρήγορα αλλά πάλι λάθος, και τώρα ήλθε η ώρα της πραγματικότητας. Αυτή την πραγματικότητα καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε ως Ελληνες, με υπερηφάνεια και λεβεντιά.
Η Ελλάδα είναι ενεργό μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης τα τελευταία 30 από τα 50 χρόνια της ευρωπαϊκής ιστορίας. Είναι μια χώρα που πολέμησε σε δύο παγκόσμιους πολέμους για να μην εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία. Είναι μια χώρα που κατ’ επανάληψη διχάστηκε, πέρασε δικτατορία και τελικά εκδημοκρατίστηκε και προχώρησε στον δρόμο συνειδητοποιημένης ανάπτυξης από το ’74 και μετά. Η σχέση της χώρας μας με τη Γερμανία κρατά πάνω από 50 χρόνια. Την πολεμήσαμε μεν, αλλά την αποδεχτήκαμε κιόλας σαν μια παραγωγική υπερδύναμη από την οποία αγοράζουμε αυτοκίνητα, μηχανισμούς και εξοπλισμούς. Το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας σε σχέση με τη Γερμανία είναι παραδοσιακά ετεροβαρές, προς όφελος της Γερμανίας. Πότε και πώς πλήρωσε η Γερμανία την καταστροφή την οποία επέφερε στην Ελλάδα; Πότε πλήρωσε την Κατοχή, το Δίστομο, την Καισαριανή και την Κοκκινιά; Αντίθετα η Ελλάδα πλήρωνε την πάντα πρόθυμη να χρηματοδοτήσει τη χώρα μας Γερμανία, με αντάλλαγμα παραχωρήσεις από την πλευρά μας σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Κανένα γερμανικό δάνειο δεν σβήστηκε. Αντίθετα πληρώθηκε από τη χώρα μας για πολλά χρόνια και μάλιστα πολύ ακριβά. Από την άλλη πλευρά, καμιά γερμανική σύμβαση δεν ήταν φθηνή, από τα αεροδρόμια έως τα υποβρύχια. Η όλη παραδοσιακή μας εξάρτηση από δυνάμεις του εξωτερικού μάς δημιούργησε την ξενομανία η οποία μας διακρίνει.
Εχουμε τεράστιες ευθύνες ως λαός που δεν δημιουργήσαμε ταπεινά πρότυπα που ξεκινούν από αξίες οι οποίες προήλθαν από τους προγόνους μας επικεντρωμένες στο αιέν ηθικώς (προσθέτω εγώ) αριστεύειν. Η ανυπομονησία που μας διακρίνει μαζί με την έλλειψη προγραμματισμού μάς οδήγησε, με την αρωγή και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αλλά και του Χρηματιστηρίου, να επιδιώξουμε να εξισορροπήσουμε το βιοτικό μας επίπεδο με αυτό του μέσου και λίγο παραπάνω Ευρωπαίου. Αυτό πληρώνουμε εν μέρει. Η πολιτική μας ηγεσία έχει τεράστια ευθύνη γιατί δεν αποτέλεσε παράγοντα εμπνευσμένης καθοδήγησης.
Τι κάνουμε τώρα; Τώρα που κατά κάποιον τρόπο έχουμε την ανάγκη των άλλων να μας σώσουν; Η Ελλάδα μας, με 350 δισεκατομμύρια συσσωρευμένο χρέος, δεν μπορεί να «καθαρίσει» όταν παράγει λιγότερα από περίπου 250 δισ. κάθε χρόνο. Δεν γίνεται. Αυτά δε τα 250 δισ. δεν είναι πλούτος. Είναι εθνικό προϊόν, από το οποίο, αν το διαστρωματώσεις από πλευράς τού πώς διατίθεται, το 70% αντιστοιχεί σε κατανάλωση, και εάν το δεις από πλευράς τομέα το ευρύτερο Δημόσιο αντιστοιχεί στο 60% αυτής της παραγωγής! Πόσες φορές έχουμε δει κρατικές εταιρίες να είναι πανευρωπαϊκά ανταγωνιστικές;
Από τα 350 δισ. που χρωστάμε τα τελευταία 110 δισ. έχουν συναφθεί με όρους ιδιαίτερα περιοριστικούς. Ο νόμος που διέπει τις συμβάσεις είναι ο αγγλικός. Υπάρχουν πάμπολλοι περιορισμοί και προϋποθέσεις που καθιστούν δύσκολη την επαναδιαπραγμάτευση. Επίσης πολλές από τις υπάρχουσες δανειακές συμβάσεις έχουν δεσμεύσεις που βάζουν σε υποθήκη την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι οι δανειακές συμβάσεις και οι χρηματοδοτήσεις που προέκυψαν χρησιμοποιήθηκαν για παραγωγικούς σκοπούς; Ποιος εγγυάται εάν τα έργα για τα οποία συνήφθησαν δεν ήταν υπερτιμολογημένα; Ποιος έχει ελέγξει εάν οι ανάδοχοι των συμβάσεων δεν προέρχονταν από τις χώρες οι οποίες χρηματοδότησαν τη χώρα μας; Το μέγεθος και μόνο του συσσωρευμένου χρέους δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τη χώρα. Τελεία και παύλα. Το χρέος που μπορεί να εξυπηρετήσει η χώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 200 δισ. Αρα ή θα πρέπει να υπάρξει, ως διά μαγείας, συστηματικό πρωτογενές πλεόνασμα ή θα πρέπει να μικρύνει το χρέος. Για να μπορέσει δε να πληρώσει ο εθνικός προϋπολογισμός πρέπει όχι μόνο να μικρύνει το χρέος με διαγραφές, αλλά και η αποπληρωμή του να επεκταθεί σε διάστημα τουλάχιστον εικοσαετίας. Επιπλέον δε το επιτόκιο εξυπηρέτησης πρέπει να έχει spread στο 1% και όχι παραπάνω. Αυτό αποτελεί επιτυχή αναδιαπραγμάτευση, διότι αυτό το πρόγραμμα μπορεί να εξυπηρετηθεί.
Και αυτό όμως δεν φτάνει. Πρέπει και το παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας να ανασυνταχτεί. Τα προτεινόμενα μοντέλα συνεχόμενης φοροαρπαγής είναι τουλάχιστον ερασιτεχνικά. Καμιά οικονομία με την ελληνική διάρθρωση δεν θα προχωρήσει σε αναπτυξιακή τροχιά με αυτή την τακτική. Οι φόροι, για να γίνουν αποδεκτοί και να πληρώνονται, πρέπει να έχουν λογική. Η λογική αυτή λοιπόν μας οδηγεί σε φόρους της τάξεως του 20%. Τι θα υποστηρίζουν αυτοί οι φόροι; Σίγουρα ένα πολύ μικρότερο κράτος. Μεγαλώνουμε για δεκαετίες με την εικόνα του κράτους μπαμπούλα ή του κράτους απόλυτης πρόνοιας. Ας το καταλάβουμε πλέον, έπειτα από 40 χρόνια, ότι το κράτος δεν είναι ικανό να εκπληρώσει με τιμιότητα αυτή την προοπτική. Είναι ψευδής και φρούδα εικόνα. Αποκρατικοποιήσεις λοιπόν, ναι. Αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε απολύσεις. Η νέα φορολογική πολιτική, συνδυασμένη με έναν καινούργιο αναπτυξιακό νόμο πλαίσιο, θα οδηγήσει στη σταδιακή απορρόφηση του υπερπλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Η ενδιάμεση περίοδος θα πρέπει να καλυφτεί από μια γενναία απόφαση ενεργοποίησης του κράτους πρόνοιας, που θα επιτρέπει ένα επίδομα της τάξεως περίπου 300-400 ευρώ τον μήνα.
Για να τρέξει η ελληνική οικονομία με νέες επενδύσεις πρέπει να υπάρξει χρηματοδότηση, δηλαδή νέοι πόροι από την Ευρωπαϊκή Ενωση της τάξεως των περίπου 50 δισεκατομμυρίων (με σταδιακή χρηματοδότηση) για τη δημιουργία νέων εταιριών και επενδύσεων με προσανατολισμό στην ενέργεια, στα πρωτογενή αναλώσιμα αγαθά, στον τουρισμό, στη ναυτιλία και την τεχνολογία. Το παραπάνω πρόγραμμα υποθέτει ότι κάποιος θα χάσει, και αυτοί θα είναι οι υπάρχοντες δανειστές. Ισως και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει η διανομή των όποιων επιπλέον χρημάτων να γίνει όχι μόνο με χρηματοοικονομικά κριτήρια, αλλά να περιέχει και μια επιπλέον επιβράβευση για το αναληφθέν ρίσκο με ένα ποσοστό από τα κέρδη της επένδυσης για ένα περατό χρονικό διάστημα (privileged equity participation). Η επιτυχία του προγράμματος προϋποθέτει και μιαν άλλη, ποιοτική παράμετρο: την αλλαγή ηθικού πλέγματος των Ελλήνων. Την επάνοδο στην πίστη προς την πατρίδα και τις ηθικές επιταγές των προγόνων μας. Ισονομία, δικαιοσύνη, αξιοκρατία και σκληρή, τίμια δουλειά.
Νίκος Χαβούτης